4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Κώστας Καββαθάς

Αυγουστιάτικα φεγγάρια

ΜΙΑ και οι πιθανότητες να τα ξαναζήσω συντρίφτηκαν στα γρανάζια της καθημερινότητας και της χωρίς ανάσα «δουλειάς», το μόνο που μένει είναι να θυμάμαι. Η μηχανή που έχω σχεδιάσει, εξελίξει και κατασκευάσει με πάει 30-40 χρόνια πίσω ή 200 χρόνια μπροστά, ανάλογα με τη διάθεσή μου. Είμαι στην «Αίγλη» ή στο «Σινέ Παρί». Βλέπω «Γυμνοί στον Ήλιο» με Μαρί Λαφορέ και Αλέν Ντελόν (ή Τρεντινιάν;). Τότε βάζω στο GPS τις συντεταγμένες και πάω σε νύχτες με θάλασσα-καθρέφτη σε Σκόπελο, Σκύρο, Αλόννησο. Αντί για Λαφορέ, βλέπω την κοπελιά που, όπως για τους περισσότερους, ήρθε στη γη σε ασημένια ακτίνα και χάθηκε με την αυγή. Τόνοι το ασήμι, έρωτες, υποσχέσεις για αιώνια αγάπη. Για πάντα. Μερικοί το κατάφεραν, οι πιο πολλοί όχι. Φωτιές στην άμμο, o Νίκος και o Κίμωνας να λένε τα πιο ωραία τραγούδια για γυναίκες και παλικάρια, ανάλογα με τον ποιητή. Καλοκαίρια και η νεότητα συνδυαζόταν με όνειρα και ανεμελιά. Ο χρόνος περνούσε με την προσμονή του Αυγούστου. Το ταξίδι Αθήνα-Κύμη και μετά Σκύρο, πρώτα με Montesa, μετά με ΧΤ, ύστερα με CB500. Κι ένα Renault 5 Alpine, που το ’λεγα «ερπύστρια», έτσι που το ’χε χαμηλώσει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του (που να είσαι, Φραντζ Βαλτχίερ;). Μετά Autobianchi-Abarth, αλλά και Renault Farma, και Nissan King Cab, για να στηρίξουμε την ελληνική βιομηχανία. Αυγουστιάτικα φεγγάρια, μηχανές, δρόμοι με μυρουδιές που «έσπαγαν» τη μύτη, όταν τους έκανες με δύο τροχούς, και στροφιλίκια που ανέβαζαν την αδρεναλίνη, όταν τα κάλυπτες με τέσσερις. Δεν έχω ωραιότερες μέρες (και νύχτες). Δεν ήταν η μελένια ατμόσφαιρα, αλλά και η ζωή, που ήταν εμπρός. Τώρα, είναι πίσω. Γι’ αυτό, κάθε που ’ρχεται Αύγουστος, κάτι παθαίνω, αφού ο μόνος τρόπος να πάρω τις στροφές από το Αλιβέρι στην Κύμη είναι με τη φαντασία, έτσι που έχω γίνει. Βαρύς απ’ τις ώρες στο γραφείο και τα κόμπλεξ που κουβαλάω. Τα ’χω πει. Όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να δω τη ζωή απ’ την πλευρά του πετυχημένου. Ρε, πάρε ένα Hummer να «πας Μύκονο», να πάθει μια ψυχολογία το τραβηγμένο (απ’ τ’ αυτιά) κοινό! Aλλά κάτι με σταματά. Kαι δεν είναι μόνο τα πολιτικο-κοινωνικά μου. Φτάνει να με φανταστώ σε Hummer, για να βγουν στον αφρό βυθοί, σπηλιές, μικροί κόλποι σε βόρειες παραλίες, ο ήχος του ήλιου το μεσημέρι, οι ροφοί, οι σαργοί, τα πρόσωπα παλιών φίλων που βουτούσαμε σε θάλασσες διάφανες, διαμαντένιες. Οι αναμνήσεις μου πάνε να βγουν και, σαν τους νεκρούς Σαλαμινομάχους, που έγραφε στο προηγούμενο τεύχος ο Στάθης, να βαδίσουν, δέκα μέτρα ψηλές και λάμποντας σαν το ασήμι, να γκρεμίσουν βίλες, μεζονέτες, ιδιωτικούς χώρους πλατσουρίσματος, συγκροτήματα 5 αστέρων και 10 δαχτύλων και, επιτέλους, να τιμωρήσουν την Ύβρη. ¶λλοι κολλημένοι με την μπάλα, εγώ -και δεν ξέρω πόσοι ακόμα- με μια Ελλάδα που μπορεί και να μην υπήρξε.
Πάω σε κλαμπ και, αντί για trance και house, στ’ αυτιά μου φτάνουν ήχοι αγωνιστικών κινητήρων απ’ την Πάρνηθα, τη Ριτσώνα, τη Ρόδο, την Κέρκυρα και το Φιλέρημο. Αν κλείσω τα μάτια, βλέπω εικόνες από Ferrari 512 και Maserati Birdcage να τρέχουν στα σικελικά βουνά και στο Νίρμπουργκρινγκ. Κάθε σκέψη ότι θα μπορούσα να είμαι ένας απ’ αυτούς τινάζεται στον αέρα. Τα χρόνια περνάνε, η ζωή μικραίνει, οι ερευνητές (στους οποίους έχω εναποθέσει τις ελπίδες για κατάργηση του θανάτου) αργούν να βρουν λύση και το μόνο που μένει είναι να γράφω ένα «Εν Λευκώ» σαν τούτο δω, που οι μισοί «καταλαβαίνετε» και οι άλλοι μισοί λέτε «άντε και... (προσθέστε ό,τι νομίζετε) Καββαθά, μας τα ’πρηξες», «... κι αν έχεις κάποιο νέο καλό, να μας το πεις, αλλιώς, να μη μας πεις κανένα...».
Πώς τα κατάφερα; Να μην μπορώ να ζήσω όπως οι επώνυμοι! Nα έχω «σκάφος», να πηγαίνω Μαλδίβες, να κολυμπάω σε πράσινα νερά (και άλογα) και το Σεπτέμβριο να γράφω τις εντυπώσεις μου απ’ τη Mπόρα Mπόρα. Ούτε στην Αγουλινίτσα δεν μπορώ να πάω και, αν δεν είχα φτιάξει (το ’87) ένα σπίτι μακριά απ’ τον μπιντέ, ούτε που θα υπήρχα.
Τι λες, μωρέ; Ότι όσοι πάνε έχουν το Στίγμα; Όχι! Υπάρχουν οι παλιοί πλούσιοι και οι νεόπλουτοι, τα λαμόγια, οι «λεζάντες», που λέει κάποιος που έχει δει πολλά. Εκείνοι που έκαναν λεφτά δουλεύοντας με αξιοπρέπεια, μεράκι και επαγγελματικότητα. Έφτιαξαν σπίτια, πήραν σκάφη, αλλά «δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους». Αριστοκράτες. Δε διανοούνται να προσβάλουν τον κόσμο.
Αντίθετα, οι «λεζάντες» είναι χιλιάδες, όπως μπορείτε να δείτε στο πάρκινγκ κάποιου γηπέδου σε κάποιο «ντέρμπι». Το τι «Kαγιέν», «Mερσεντέ» και «Xάμερ», τι χρυσές καδένες, τι δαχτυλίδια, τι «Bερσάτσε» και «Aρμάνι»... Γι’ αυτούς τα φεγγάρια δε σημαίνουν τίποτα από τα παραπάνω. Και πώς, όταν, ακόμα και όταν ταξιδεύουν με τα σκάφη των 5 εκατομμυρίων (δολαρίων, πτωχοί!), το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να ακούσουν κανέναν από τους γνωστούς σκυλονταλκάδες; Εκτός από «Mερσεντέ», οι μεγάλες «λεζάντες» έχουν κι ελικόπτερο. Kι αυτά, σε μια χώρα που από το 1995 ως το 2005 έχει ξοδέψει... 30 τρισεκατομμύρια δραχμές, για να διατηρήσει (όπως ισχυρίζονται οι ηγέτες της) το status quo στο Αιγαίο, χωρίς σε αυτό να υπολογίσουμε τις ανθρώπινες ζωές, την εκπαίδευση των χειριστών και το κόστος των καυσίμων.
Πρώτη σε αμυντικές δαπάνες, η «φίλη και σύμμαχος στο ΝΑΤΟ» Τουρκία, δεύτερη η ισχυρή Ελλάδα, με τις αμυντικές δαπάνες να αποτελούν το 4,1% του προϋπολογισμού, τη στιγμή που σε άλλες χώρες της ΕΕ κυμαίνονται από το 1,2% έως το 3,8%. Στα παραπάνω δεν έχουν υπολογιστεί τα ανθρώπινα θύματα του ακήρυκτου πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας, ούτε το κόστος των χαμένων αεροσκαφών. Από το 1975 μέχρι σήμερα, έξι πιλότοι έχασαν τη ζωή τους, δεκάδες αεροσκάφη καταστράφηκαν στην εκπαίδευση... Σύμφωνα με το ΓΕΑ, κάθε αναχαίτιση κοστίζει, κατά μέσο όρο, 5.500 ευρώ... Την τελευταία δεκαετία έχουν καταγραφεί 11.702 παραβιάσεις τουρκικών αεροσκαφών με κόστος σε καύσιμα 58 εκατ. ευρώ, όπως γράφει ο Γιώργος Τσακίρης στην «Ε» της 14ης Mαΐου 2005.
Το προσωπικό μου αρχείο «πάει να σπάσει» από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Θα μπορούσα να γράψω όχι ένα, αλλά... χίλια «Εν Λευκώ» μόνο για τις παραστάσεις που ανεβάζονται, χρόνια τώρα, στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Από εκείνη την αξέχαστη επιθεώρηση «Βυθίσατε το Χόρα» μέχρι το dream show στα Ίμια, τα ζεϊμπέκικα του Giorgos και τις κουμπαριές του Κostas. Οι παραστάσεις θυμίζουν Σπαθάρη παρά Ιονέσκο.
Έχουν τα παραπάνω σχέση με τα φεγγάρια; Aν σκεφτούμε πως τα τραγούδια τελειώνουν, οι ποιητές σιωπούν και με το πρώτο φως της ημέρας εμφανίζονται τα πρώτα (οπλισμένα) τουρκικά F16, έχουν. Αν αυτό δεν ενοχλεί «εσάς και τα παιδιά σας», ενοχλεί εμένα. Παιδιά δεν έκανα, όμως υιοθέτησα μερικές δεκάδες χιλιάδες και μην ξεχνάτε το κόλλημά μου με τους ναούς, τις κολόνες, τα ξωκλήσια, τις θαλασσινές σπηλιές και τους τάφους των προγόνων, που έδωσαν τη ζωή τους για να μπορούν σήμερα να περνάνε καλά λαμόγια και «λεζάντες».

Κάθαρση;
Ο χώρος στάθμευσης είχε δύο πρόσωπα. Στα μέσα Ιουνίου ήταν γεμάτος από (καταπληκτικά) αυτοκίνητα. Στο τέλος ήταν... άδειος, καθώς οι εργαζόμενοι στις Τεχνικές Εκδόσεις άρχισαν να παίρνουν τις άδειές τους. Όπως κάθε χρόνο τα τελευταία 35 χρόνια, έμεινα στο γραφείο, περιμένοντας (α) να κάνω το κόκκινο αυγό, (β) να έλθει ένα πλοίο από τον αστερισμό του Κενταύρου να με πάει κάπου αλλού. Όπως κάθε χρόνο τα τελευταία 35 χρόνια, δεν έχει συμβεί τίποτα απ’ τα δύο και, το χειρότερο, δεν πρόκειται. Για να μην τα πολυλογώ και για να μιλήσω σε εκείνους τους αναγνώστες που καταλαβαίνουν πότε περνάω «λούκι» και πότε τα πράγματα πάνε (σχετικά) καλά, το διάστημα 15 Ιουνίου-15 Ιουλίου ήταν ένα από τα χειρότερα, αν όχι το χειρότερο της ζωής μου. Γιατί; Διότι ένα από τα λαμόγια που ανέφερα πιο πάνω χτύπησε κι εμένα! Κάποια μέρα, όταν η δικαιοσύνη τελειώσει το έργο της, θα σας πω τι μπορεί να πάθει όποιος πιστεύει ότι οι άλλοι είναι σαν... αυτόν. Ήταν, όμως, κι ένα από τα «καλύτερα», από πλευράς τεσσάρων και δύο τροχών, αφού οδήγησα τα: Lexus 400h, BMW X5 4.8is, BMW 320i, Audi A4 1.8T 163 PS, Audi A6 3.2 και μπορεί -λόγω του «χτυπήματος» που ανέφερα, έχω πάθει μια μορφή επιλεκτικής «αμνησίας»- και κάποια άλλα, που μου διαφεύγουν, έτσι που έχει καταντήσει η ζωή μου. Με τίποτα, όμως, δεν μπορώ να ξεχάσω τα 250 χλμ./ώρα που είδα στο κοντέρ της BMW K1200S, μιας μοτοσικλέτας που σκέπτεται πριν από σένα για σένα, που είναι πιο «γρήγορη» από το μυαλό ενός δημοσιογράφου της ηλικίας μου, ο οποίος, κανονικά, θα έπρεπε να έχει πάρει εδώ και καιρό σύνταξη και να σκαλίζει τον κήπο του, αντί να τρομάζει τον εαυτό του πηγαίνοντας με 250 χλμ./ώρα στην... (δε σας λεω πού!). Τι είπατε; Παρέβην το όριο; Καλέ, τι μας λέτε; Έκανα τέτοιο... έγκλημα; Πήγα με 250 σε περιοχή των 120; Η απάντηση είναι μία και μόνη: αν δεν έθεσα σε κίνδυνο (που δεν) τη ζωή κανενός, παρά μόνο τη δική μου, τότε δεν έκανα τίποτα κακό και, αν κάποιος νομίζει ότι «δίνω το κακό παράδειγμα», ας πάει με 250 στη δική μου ηλικία, και όλες του οι αμαρτίες συγχωρούνται! Αν τα πράγματα ήταν καλύτερα, αν δεν είχα να αντιμετωπίσω την επίθεση της «λεζάντας», θα έδινα την 650GS για ανταλλαγή, για να πάρω την Κ1200S. Έτσι, στο γκαράζ, δίπλα στην παλιά αλλά άριστα διατηρημένη Κ100RS του 1985, θα παρκάριζα και τη 1200S. Αν όλα πάνε κατ’ ευχήν και τα σχέδιά μου δε σκάσουν στα μούτρα μου, κανονικά σε αυτές τις σελίδες πρέπει να υπάρχει μια φωτογραφία με τις δύο μοτοσικλέτες δίπλα δίπλα, για να δείτε και τις διαφορές. Δε θα κάνω «τεστ» της 1200S. Θα πω μόνο ότι, ενώ η Κ100RS ήταν στο δρόμο... δύο μοτοσικλέτες (μία εμπρός και μία πίσω!), η 1200S είμαι μία και μόνη, συνδεδεμένη μαγικά με τους νευρώνες του αναβάτη. Για το ταλαιπωρημένο μου σαρκίο οι δέκα μέρες που την είχα ήταν κάτι ανάμεσα σε ορό ανανέωσης και απόλυτη παλαβομάρα. Γιατί τι σχέση έχει ο ΚΚ με τους πιτσιρικάδες που καβαλάνε τις Suzuki και τις Yamaha, ζυγίζουν 62 κιλά και, όταν στρίβουν, ακουμπάνε το footrest στην άσφαλτο; Καμία, εκτός από το πυροβολημένο μυαλό!
Τα αυτοκίνητα; Τι να πω, παρά ένα τεράστιο «μπράβο» (το μεγαλύτερο απ’ όλα) στην Toyota για το Lexus 400h, το οποίο είναι η σοβαρή απάντηση στους υστερικούς «οικολόγους» που έχουν βαλθεί να απαγορεύσουν τα «τζιπ» από το «κέντρο της πόλης». Ποια «τζιπ», ρε βλήματα; Αυτά που καταναλώνουν και ρυπαίνουν λιγότερο από τη δική σας παρουσία στα κοινά; Τα αυτοκίνητα που έχουν καταρρίψει όλα τα ρεκόρ της κοινωνικής ευθύνης και της επιστημονικής και τεχνικής επάρκειας; Ξέρετε, χαμένοι, τι είναι και πώς λειτουργεί ένα υβριδικό σαν το 400h; Πόσα λίτρα καταναλώνει στα 100 χλμ.; Ποια είναι τα συστήματα ασφαλείας που διαθέτει; Έχετε καταλάβει πόσα εκατομμύρια δολάρια και πόσες χιλιάδες ώρες έρευνας και εργασίας έχουν καταναλώσει οι μηχανικοί της Toyota για να σχεδιάσουν και να βάλουν στην παραγωγή ένα αυτοκίνητο σαν αυτό; Αντί, βλήματα της δημόσιας ζωής, να δίνετε βραβεία σε αυτούς τους κατασκευαστές και κίνητρα στον καταναλωτή για να αγοράσει «καθαρά» αυτοκίνητα, συσκέπτεστε για να αποφασίσετε πώς θα βάλετε microchip στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων που μπαίνουν στο «κέντρο». Ποιο είναι το «κέντρο», ολίγιστοι; Αυτό στο οποίο πίνετε τον εσπρέσο σας; Της Καλλιθέας; Του Παγκρατίου; Της Κυψέλης; Των Σεπολίων; Τι θα πει «απαγορεύετε στα "τζιπ" να μπαίνουν στο "κέντρο"»; Σε ποιο κέντρο απ’ όλα; Του νευρικού σας συστήματος; Της ασχετοσύνης, των συμφερόντων ή της μαλακίας που σας δέρνει; Βαρέθηκα να ακούω τις βλακείες σας, όπως κουράστηκα να διαβάζω ότι θα βάλετε εκατό... κάμερες στο «πέταλο του Μαλιακού», για να περιορίσετε τα δυστυχήματα και, την άλλη μέρα, δέκα άτομα καίγονται ζωντανά, λόγω της μνημειώδους ασχετοσύνης τους σε θέματα οδήγησης. Και όταν κάποιοι (και πρώτος εγώ) σας λένε, σαράντα χρόνια τώρα, ότι η λύση δεν είναι οι κάμερες και τα πρόστιμα, αλλά η σωστή εκπαίδευση, κάνετε ότι δεν μ’ ακούτε, γιατί, αν βοηθήσετε πρωτοβουλίες σαν το δικό μας Safetrack, είναι χιλιάδες εκείνοι που θα χάσουν το «κατιτί» τους, το μπαξίσι, το λάδωμα, το δωράκι για το «δίπλωμα», για τις εξετάσεις. Είναι πολύ το μαύρο χρήμα, η «κρέμα», για να ακούσετε ανθρώπους σαν τον Κώστα Καββαθά και άλλους που έχουν επενδύσει «ό,τι έχουν και δεν έχουν» στο κυνήγι ενός σκοπού που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η οδική ασφάλεια από οδηγούς που δεν πάνε σαν τις κότες, αλλά που πάνε «αέρα», επειδή ξέρουν τι κάνουν, πώς το κάνουν και πότε το κάνουν.
Λίγες φορές στη ζωή μου έχω γράψει τόσο καλά για ένα αυτοκίνητο και μια εταιρεία, αλλά, αν δεν το κάνω για το Lexus 400h και την Toyota (που δικαιολογημένα είναι η πρώτη και μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία στον πλανήτη), θα κατηγορηθώ ότι δεν είπα αυτά που όφειλα να πω για μηχανικούς που διαθέτουν πραγματική οικολογική συνείδηση και δεν είναι καραγκιόζηδες, σαν αυτούς που καθημερινά διαβάζω σε εφημερίδες και βλέπω στα κανάλια.
Όσο για τα άλλα, τα BMW X5 4.8is, BMW 320i, Audi A4 1.8T 163 PS και Audi A6 3.2; Όποιο κι αν επιλέξετε, είναι όχι απλώς καλό, αλλά θαυμάσιο. Ποιο θα έπαιρνα για μένα; Πρώτα το... Lexus. Μετά ένα από τα δύο Audi, με πρώτο το Α4 1.8Τ με τους 163 ίππους. Γρήγορο, ασφαλές, οικονομικό, αλλά, πάνω απ’ όλα, διακριτικό - distinctive, για τους αγγλομαθείς. Και το Α6 καλό είναι, αλλά για μένα αρκεί το Α4. Αμέσως μετά, δίπλα στ’ αλήθεια, το BMW 320i, που πρέπει να είναι ένα από τα καλύτερα οικογενειακά αυτοκίνητα. Στο δρόμο πάει σαν τρένο, ενώ το αμάξωμα και η ανάρτηση λειτουργούν σαν Valjoux 7750 και 7751 στους καλύτερους ελβετικούς χρονογράφους. Πάντα μου άρεσαν τα οικογενειακά μοντέλα της βαυαρικής εταιρείας (κάτι που δεν μπορώ, ακόμα, να πω για τα σπορ, τα οποία εξακολουθούν να μου θυμίζουν τα... παπούτσια που φοράνε οι γιάπηδες που συχνάζουν στο Κολωνάκι).

«Προγράμματα»

Μια είδηση σε ένα πρωινάδικο και το κομμάτι ενός ¶γγλου συναδέλφου που μου έστειλε μια ακροάτρια στον 87.7 μού θύμισε μερικά δικά μου παλιά άρθρα στους 4Τ, καθώς και στα περιοδικά και στις εφημερίδες όπου έχω εργαστεί όλα αυτά τα (όμορφα) χρόνια της δημοσιογραφικής μου ζωής για τον τρόπο που μεγάλωσαν τα παιδιά της δικής μου γενιάς, αλλά και των δύο επόμενων (;), και για το πώς κάποιοι γονείς (ευτυχώς όχι όλοι) μεγαλώνουν σήμερα τα δικά τους. Γι’ αυτό και, με δεδομένη τη θερινή ραστώνη, θα ήθελα να (αντι)γράψω μερικά πράγματα από τα δικά μου κομμάτια, αλλά και από εκείνο του Γκράχαμ Τζόνσον, που, δυστυχώς, δε γνωρίζω σε ποια εφημερίδα δημοσιεύτηκε.
Στο πρωινάδικο παρακολουθούσα καμιά δεκαριά κουτσούβελα από 8 ως 13 ετών, τα οποία οι γονείς τους είχαν στείλει σε κατασκήνωση ή κάτι τέτοιο, για να λάβουν μέρος σε ειδικά (επιδοτούμενα από το κράτος) «προγράμματα». Το θέμα μού κέντρισε το ενδιαφέρον κι έστησα αυτί. Η ρεπόρτερ ρώτησε τη δασκάλα τι ακριβώς κάνουν τα παιδιά στα επιδοτούμενα (το τονίζω, γιατί εκεί βρίσκεται το μυστικό) «προγράμματα». Η «δασκάλα» απάντησε πως τα παιδιά... παίζουν! «Και με τι παίζουν;», ρώτησε η δαιμόνια. «Να, κάνουν... χαλάρωση, ζωγραφίζουν, κάνουν κούνια, τραμπάλα και "γύρω γύρω όλοι"». Με κίνδυνο να σπάσω την τηλεόραση, συνέχισα να βλέπω. «Τι σου αρέσει εσένα, Κωστάκη;» «Να κάνω χαλάρωση», απάντησε το βλίτο. «Κι εσένα, Μαριλίνα;» «Να κάνω τραμπάλα», είπε η... Μπάρμπι. «Τα προγράμματα αυτά επιδοτούνται από το Υπουργείο Παιδείας», συμπλήρωσε η «δασκάλα», ενώ η ρεπόρτερ συνέχιζε να κάνει καυτές ερωτήσεις στα στρουμφάκια που εύκολα μπορούσες να καταλάβεις ότι μεγάλωναν σε σπίτια και πήγαιναν σε σχολεία όπου κυριαρχούσαν οι μητέρες-κότες και οι «δασκάλες» που εργάζονταν σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Παιδιά με κομμένα όχι μόνο τα φτερά, αλλά και τα χέρια, και τα πόδια, και τη μύτη. Παιδιά που, λόγω του έμφυτου τρόμου των γονιών τους, την καθημερινή τρομοκρατία της τηλεόρασης και τα συμφέροντα των δασκάλων τους, μεγάλωναν σε περιβάλλοντα που θύμιζαν θαλάμους όπου γίνονταν χίλιες λοβοτομές την ημέρα.
Παιδιά που δεν είχαν ποτέ ματώσει, δεν είχαν παίξει πετροπόλεμο, δεν είχαν πλακωθεί. Πιστά αντίγραφα μιας κομπλεξικής μητέρας κι ενός χέστη πατέρα. Η Μαριλίνα ήταν 10 ετών, αλλά μιλούσε σαν να ήταν 4. Το ίδιο κι ο Γιωργάκης, που «μπεμπέδιζε» και μιλούσε με λεξιλόγιο σκύλου, ίδιο μ’ εκείνο που μιλά ο πατέρας του, όταν βλέπει «ματς» ή όταν παίζει στο χρηματιστήριο. Η Χριστίνα ήθελε να γίνει «μοντέεελο» και ο Δημητράκης «πυροβέεεστης». Τα άλλα στέκονταν σαν γλάστρες σε ριαλίτι. ¶νευρα, άβουλα, ασπόνδυλα. Φωτοτυπίες των γονιών και των «δασκάλων», που, αντί να μαθαίνουν στα παιδιά τα μυστικά και τα «κόλπα» της πραγματικής ζωής, τα εντάσσουν σε «προγράμματα», σε project, όπως λένε τα βλίτα που συναντώ στα ταξίδια μου στις μεγάλες εταιρείες στο εξωτερικό. «Τι κάνετε αυτήν τη στιγμή, δεσποινίς;», ρώτησα μια σε μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία. «I am in a middle of a project». «Τι project κάνει;», ρώτησα τον Ιταλό διευθυντή της. «Μη δίνεις σημασία... Γράφει ένα γράμμα στους πωλητές», είπε χαμογελώντας με κατανόηση.
Όταν, στο παρελθόν, έγραφα πώς μεγάλωναν τα παιδιά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, αλλά ίσως και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, λάμβανα οργισμένες επιστολές από γονείς που με κατηγορούσαν πως δεν έχω ιδέα από παιδιά και το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να το βουλώσω.
Το ίδιο περιεχόμενο είχε και το e-mail που έλαβα στον 87.7 από ακροάτρια, όταν είπα ότι τα περισσότερα παιδιά μεγαλώνουν σήμερα στην Ελλάδα σε συνθήκες που οδηγούν στη λοβοτομή. Προφανώς, η κυρία ενοχλήθηκε, επειδή, με τις μεθόδους της, λοβοτομούσε τα δικά της.

Γράφει ο Γκράχαμ (και χαίρομαι, γιατί κάποιος με... επιβεβαιώνει!):
«ΣΥΜΦΩΝΑ με τους σημερινούς νομοθέτες και τεχνοκράτες, όσοι ήμασταν παιδιά τη δεκαετία του ’60 και του ’70 δε θα έπρεπε να είχαμε επιβιώσει μέχρι τώρα, γιατί οι παιδικές μας κούνιες ήταν βαμμένες με μπογιά που περιείχε σίδηρο. Κι εμείς, γλείφοντάς την όλη μέρα, θα έπρεπε να είχαμε πεθάνει από δηλητηρίαση. Στα φάρμακα της εποχής δεν είχαμε ειδικά καπάκια ασφαλείας, όταν καβαλάγαμε τα ποδήλατά μας δε φορούσαμε κράνη. Στο αυτοκίνητο των γονιών μας ούτε σε ειδικά καθίσματα καθόμασταν, ούτε ζώνες φορούσαμε, ούτε αερόσακους είχαμε. Ήταν μεγάλο γλέντι, όταν ο μπαμπάς μας άφηνε να καθίσουμε μπροστά. Πίναμε από τη βρύση και είχε την ίδια γεύση με αυτό που σήμερα πίνουμε εμφιαλωμένο. Τρώγαμε ψωμί με βούτυρο, και γλυκά απίθανα, και πατάτες τηγανητές, και δεν ήμασταν ποτέ παχύσαρκοι, γιατί τρέχαμε συνεχώς έξω, παίζαμε, δεν καθόμασταν στον καναπέ ή στο κομπιούτερ. Το αναψυκτικό ή την μπίρα τα μοιραζόμασταν από το ίδιο μπουκάλι ή τενεκέ με τους φίλους. Κανείς δεν πέθανε απ’ αυτό. Φτιάχναμε γκο-καρτ της συμφοράς, ανεβαίναμε στην κορυφή μιας μεγάλης ανηφόρας και κατεβαίναμε με χίλια, ανακαλύπτοντας (αργά) ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε... φρένα. Γκρεμοτσακιζόμασταν. Ματώναμε. Σπάγαμε χέρια και πόδια. Πονούσαμε. Κλαίγαμε. Δε βάζαμε τους γονείς μας να κάνουν μήνυση στη μάντρα απ’ όπου είχαμε αγοράσει τα παλιοσίδερα με τα οποία είχαμε φτιάξει τα καρτ μας.
Και, νά ’μαστε! Ακόμα ζωντανοί. Και ωραίοι. Φεύγαμε από το σπίτι πρωί και επιστρέφαμε λίγο πριν νυχτώσει. Κανείς δε μας έψαχνε. Ήξεραν ότι θα επιστρέφαμε. Δεν είχαμε PlayStation, X-Box, video games, 99 κανάλια στην τηλεόραση, surround, κινητά τηλέφωνα, προσωπικούς υπολογιστές, chat room για μοναχικές ψυχές στο Internet. Είχαμε φίλους, που πηγαίναμε έξω για να τους συναντήσουμε. Πλακωνόμασταν στο ξύλο. Μιλάμε για άγριο ξύλο. Ούτε ένας δεν πήγε στη μαμά ή στον μπαμπά για να καταγγείλει εκείνον από τον οποίον τις έφαγε. Πηγαίναμε περπατώντας στα σπίτια των φίλων και στο σχολείο. Δε μας έπαιρνε η μαμά, ο μπαμπάς, το σχολικό. Όταν δεν είχαμε παιχνίδι να παίξουμε, φτιάχναμε καινούργια. Με ξύλα, με λαστιχάκια, με μπαλάκια του τένις, με πέτρες, με νερό, με... τίποτα. Το παιχνίδι θέλει φαντασία. Κι εμείς τη δική μας φαντασία την καλλιεργούσαμε. Νομίζω πως από τη γενιά μας βγήκαν οι καλύτεροι εφευρέτες, λύτες προβλημάτων και ριψοκίνδυνοι τύποι που έχουν βγει ποτέ. Είχαμε ελευθερία, αποτυχίες, επιτυχίες και υπευθυνότητα. Και μάθαμε να τα χειριζόμαστε όλ’ αυτά καλά. Είμαστε η γενιά που στερήθηκε πολλά, αλλά είχε τα πάντα...»

Είμαστε ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή...
Καρούμπαλα, κάκαδα, σπασμένα πόδια από πηδήματα από μάντρες και ταράτσες σε σωρούς άμμου για τις οικοδομές. Γδαρσίματα από πτώσεις από αναρριχήσεις σε βράχους στην Πάρνηθα, στον Υμηττό και στου Φιλοπάππου, πρησμένα μάτια από μπουνιές... Ντετέκτιβ Χ, Νυχτερίδες, Ταρζάν, Μικροί Ήρωες, αλήτες, τέντι μπόις. Νόμος 4000, ξύλο απ’ τους γονείς, τις συμμορίες στις άλλες γειτονιές, τους αγανακτισμένους οικογενειάρχες που δεν ανέχονταν τους μαυροφορεμένους πιτσιρικάδες να εισβάλουν στις αυλές και στις κουζίνες και να κλέβουν ό,τι έβρισκαν πρόχειρο. Ζάχαρη στα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων της αστυνομίας, ρίξιμο προκηρύξεων (των οποίων δεν καταλαβαίναμε το περιεχόμενο). Ο πατέρας να με κλειδώνει στην ταράτσα (του διώροφου σπιτιού) και να κατεβαίνω 12 μ. ως το δρόμο από την υδρορροή. Μαθήματα ποδηλάτου σε χωμάτινους δρόμους, με 100 χλμ. στη Συγγρού καβάλα στα Cimatti και τα (φτιαγμένα) Zundapp, στις Ariel και τις BMW. Ξυπόλυτα τάγματα που πηδούσαν τη μάντρα στον «Πρωτέα», στο «Πανελλήνιο» και στην «Αίγλη», έτρωγαν «μαλλί της γριάς» στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο και, γενικά, έκαναν ακριβώς τα αντίθετα από όσα κάνουν σήμερα τα περισσότερα παιδιά.
Τι έκαναν οι γονείς; Εξαρτάται από τα οικονομικά τους. Τα πολύ φτωχά παιδιά μεγάλωναν με τη μάνα τους, που ξενοδούλευε για «να τα φέρει βόλτα». Τα απλώς... φτωχά ζούσαν σε οικογένειες όπου ο πατέρας γύριζε σπίτι απ’ τη δουλειά και όλοι κάθονταν γύρω απ’ το ίδιο τραπέζι. Τα παιδιά των μικροαστών είχαν... προνόμια: διακοπές σε κατασκηνώσεις στο Ζούμπερι και το Σούνιο, καλοκαίρια στο «χωριό» (στην περίπτωσή μου, στα Βυτιναίικα Πύργου Ηλείας, στο «κτήμα» δίπλα στην ποταμιά με τα χέλια, τα βατράχια και τις νεροφίδες). Παιχνίδια σε αλάνες, ασετυλίνη και ντενεκέδες με φιτίλια που τινάζονταν 50 μ. στον αέρα. Μπαρούτι από τους κάλυκες του Εμφυλίου, τρίγωνα το Πάσχα, με τη συνοικία του Νέου Κόσμου να σείεται από τις εκρήξεις.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για 100 σελίδες και 200 τεύχη, αλλά δε γίνεται. Όταν -και αν- βγει το βιβλίο μου, που (επαναλαμβάνω) θα έχει τίτλο «Ειδική Διαδρομή» (Special Stage), οι νεότεροι θα μάθουν και οι παλιοί θα θυμηθούν.

Super Plus ή Super αμόλυβδη;
Η είδηση

Εδώ και λίγους μήνες, τα διυλιστήρια ανακοίνωσαν ότι καταργούν τη διάθεση αμόλυβδης βενζίνης 98 οκτανίων (γνωστής με τις κοινές ονομασίες super plus ή super αμόλυβδη) και, αντ’ αυτής, θα διαθέτουν αμόλυβδη βενζίνη 100 οκτανίων, με αυξημένο κόστος. ΟΙ 4Τ θέτουν ορισμένα ερωτήματα - και περιμένουν απαντήσεις.

Το παρασκήνιο

1. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, η κύρια βενζίνη που κυκλοφορεί, γνωστή ως Euro Unleaded, είναι 95 οκτανίων και ακολουθεί τις προδιαγραφές του ευρωπαϊκού προτύπου ΕΝ 228, καθώς και τις απαιτήσεις των σχετικών οδηγιών της ΕΕ (70/98 και 17/03). Σχεδόν όλα τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν από το 1990 και μετά είναι σχεδιασμένα για αμόλυβδη βενζίνη 95 οκτανίων και αυτή είναι η βενζίνη που συνιστούν οι κατασκευαστές.
2. Στις ευρωπαϊκές χώρες, επίσης, κυκλοφορεί αμόλυβδη βενζίνη 98 οκτανίων, η οποία καλύπτει μικρό μέρος της αγοράς. Υπάρχουν ελάχιστα μοντέλα αυτοκινήτων υψηλών επιδόσεων (π.χ., Ferrari) που είναι σχεδιασμένα για 98 οκτάνια. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, εφ’ όσον είναι εφοδιασμένα με αισθητήρα κτυπήματος (knock sensor), θα έχουν μια βελτίωση της απόδοσης του κινητήρα, η οποία οδηγεί σε αύξηση της επιτάχυνσης κατά περίπου 3%-4%. Το αν αυτή η αύξηση της επιτάχυνσης αξίζει το αυξημένο κόστος του καυσίμου είναι θέμα του καταναλωτή να το αποφασίσει.
3. Τα τελευταία δύο, τρία χρόνια, εμφανίστηκε σε ορισμένες χώρες (π.χ., σε Γερμανία, Ιταλία και Ελλάδα) και αμόλυβδη βενζίνη 100 οκτανίων. Κανένα αυτοκίνητο δεν είναι σχεδιασμένο για τέτοια βενζίνη και οι αισθητήρες κτυπήματος δε «βλέπουν» τη διαφορά μεταξύ 98 και 100 οκτανίων. Επομένως, είναι ελάχιστη ή ανύπαρκτη η βελτίωση στην απόδοση του κινητήρα, όταν ο αριθμός οκτανίων αυξηθεί από 98 σε 100.
4. Η παραγωγή βενζίνης με αυξημένο αριθμό οκτανίων απαιτεί περισσότερη ενέργεια και περισσότερη πρώτη ύλη (αργό πετρέλαιο), ενώ αυξάνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στα διυλιστήρια.
5. Για την επίτευξη υψηλού αριθμού οκτανίων στη βενζίνη απαιτείται αύξηση των αρωματικών και οξυγονούχων συστατικών. Υπενθυμίζεται, όμως, ότι, λόγω της τοξικότητάς τους, τα αρωματικά περιορίζονται από τη νέα ευρωπαϊκή οδηγία για τα καύσιμα, που ισχύει από 1/1/2005. Επίσης, και το οξυγόνο που περιέχει η βενζίνη υπόκειται σε περιορισμούς, καθώς η αύξησή του οδηγεί σε αύξηση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου.

Συμπέρασμα

Είναι απορίας άξιον το πώς, σε μια περίοδο λιτότητας και υψηλού κόστους πετρελαίου, αποφασίζεται αβασάνιστα η υποχρεωτική αντικατάσταση ενός καυσίμου με ένα άλλο, ακριβότερο, το οποίο δεν προσφέρει κανένα ουσιαστικό πλεονέκτημα στον τελικό καταναλωτή. Είναι επίσης ακατανόητο το γιατί αγνοήθηκαν οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα επηρεάσουν ιδιαίτερα το λεκανοπέδιο και τις άλλες αστικές περιοχές. Η αντίρρηση δεν είναι για την ύπαρξη της βενζίνης 100 οκτανίων στην αγορά, αλλά για την υποχρεωτική επιβολή της και την αφαίρεση από τον καταναλωτή της δυνατότητας επιλογής του καυσίμου που θα χρησιμοποιήσει.